- τριβόλισμα
- το трёхкратное вспахивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριβόλισμα — το, Ν [τριβολίζω] το όργωμα τού αγρού για τρίτη φορά … Dictionary of Greek
τριβόλισμα — το, ατος το όργωμα χωραφιού για τρίτη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)